- κτίτορας
- οαυτός που έχτισε, ίδρυσε ναό, μονή κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κτίτορας — ο (Μ κτίτωρ, ορος) 1. κτίστης, ιδρυτής, θεμελιωτής 2. (ειδ.) ο ιδρυτής ναού, μονής ή άλλου ιερού ιδρύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτι τού κτίζω + επίθημα τωρ (πρβλ. κτή τωρ, κοσμή τωρ, ρή τωρ)] … Dictionary of Greek
κτήτορας — ο, θηλ. κτητόρισσα (AM κτήτωρ, ορος, Μ θηλ. κτητόρισσα) κύριος, κάτοχος, ιδιοκτήτης («τῷ κτήτορι τοῡ οἰκείου πλούτου», Ιω. Κλήμ.) μσν. αρχ. (για ναούς, μονές, ιδρύματα) ιδρυτής, κτίτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτη τού κτῶμαι, πρβλ. μελλ. κτή σομαι +… … Dictionary of Greek
κτίτωρ — κτίτωρ, ορος, ὁ (Μ) βλ. κτίτορας … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ НОВЫЙ — († 1380), прп. (пам. греч. и серб. 7 дек.), основатель мон рей Григориат (Григория преподобного мон рь) на Афоне и Горняк в Сербии. Г. Н. почитается на Балканах, где за ним закрепились разные прозвания: Горняцкий, Молчальник (Исихаст), Новый… … Православная энциклопедия